6 Μαρτίου 1994 – 6 Μαρτίου 2017 – 23 χρόνια χωρίς την Μελίνα Μερκούρη

6 Μαρτίου 1994 – 6 Μαρτίου 2017 – 23 χρόνια χωρίς την Μελίνα Μερκούρη

6 Μαρτίου 1994 – 6 Μαρτίου 2017. 23 χρόνια έχουν περάσει από τότε που έκλεισαν τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της Μελίνας Μερκούρη και σίγησε η βαριά, βραχνή χαρακτηριστική της φωνή σε νοσοκομείο στη Νέα Υόρκη μακριά από την αγαπημένη της Αθήνα. Ήταν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και πάθη. Πάθος της το θέατρο, η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και η πολιτική, η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ακρόπολη και το κάπνισμα το οποίο της κόστισε και τη ζωή.

Το 1988 διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες, όντας όμως προσωπικότητα ανήσυχη και αντισυμβατική κάπνιζε έως και λίγες ώρες πριν το τελευταίο χειρουργείο. “Εσβησε” από μετεγχειρητικές επιπλοκές στις 6 Μαρτίου στο Νοσοκομείο “Μεμόριαλ” της Νέας Υόρκης, χορτάτη από δόξα και τιμές και κηδεύτηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου με τιμές πρωθυπουργού.

Μεγάφωνα στην Ελλάδα έπαιζαν τη «Φαίδρα» και τα «Παιδιά του Πειραιά» ενώ την ίδια ώρα στο Broadway τα θέατρα έμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους και στην Ακρόπολη κυμάτιζε μεσίστια η ελληνική σημαία.

Στενοί της συνεργάτες δήλωσαν ότι η Μερκούρη, “έίχε μια ψυχραιμία με τον θάνατο και ήταν μια γυναίκα που φοβόταν πάρα πολύ τον καρκίνο”. Όταν η ίδια έμαθε ότι είχε καρκίνο το 1988 είπε: “Πολύ καλά” και δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό ενώ τον θάνατο τον αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα και έλεγε “Λες να πεθάνω;”.

Η Μελίνα Μερκούρη είναι η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός που κατέκτησε στις Κάνες, το 1960, το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για τον ρόλο της στην ταινία “Ποτέ την Κυριακή” σκηνοθεσίας του Ζυλ Ντασσέν, ταινία η οποία είναι υποψήφια και για πέντε Όσκαρ, παίρνοντας τελικά ένα, για το καλύτερο τραγούδι, “Τα παιδιά του Πειραία” , του Μάνου Χατζιδάκι με τον οποίο, όπως η ίδια δήλωνε, διαφωνούσε και στη μουσική και στην πολιτική.

Ενδεικτικό αυτού, είναι ότι στην έκδοση “…Μελίνα του Μάνου” του Σείριου, η αιώνια διαφωνία, καταγράφηκε μαζί με την αιώνια φιλία τους, στην τελευταία τους κοινή δημόσια εμφάνιση την δεκαετία του 1980 μπροστά σε γαλλικό τηλεοπτικό συνεργείο που είχε έρθει στην Ελλάδα με αφορμή, “Τα παιδιά του Πειραιά”.

Ο Χατζιδάκις, εξηγεί: “…ούτε θέλω να έχω καμιά σχέση…Έγινε ένα τραγούδι πέρα από το περιεχόμενο, πέρα από τη συγκίνηση, που κάθε τύπος να το λέει σε οποιοδήποτε καμπαρέ…»

Εκείνη διαφωνεί με πείσμα και λέει “Εγινε εθνικός ύμνος” για να πάρει από τον Χατζιδάκι την απάντηση ότι το συγκεκριμένο τραγούδι «μου στέρησε τη δυνατότητα να `χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ` έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα”.

Στενοί οι δεσμοί της Μελίνας και με την Κύπρο., οι οποίες καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ «Κύπρος 1975: Διάλογοι με την Μελίνα Μερκούρη”, που γυρίστηκε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1975, ένα χρόνο μετά την τουρκική εισβολή, σε σκηνοθεσία και παρουσίαση της ίδιας της Μερκούρη.

Στο ντοκιμαντέρ, η Μελίνα Μερκούρη συνομιλεί με πολίτες, γυναίκες, συζύγους και μητέρες αγνοουμένων, με αξιωματικούς, με απλούς στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, αλλά και με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Γλαύκο Κληρίδη.

Η κάμερα καταγράφει μια ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τη μεγάλη πορεία γυναικών προς τους τάφους των θυμάτων του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και της τουρκικής εισβολής, καθώς και μαρτυρίες Ελληνοκυπρίων στους καταυλισμούς των προσφύγων και σε κεντρικό δρόμο της διχοτομημένης Λευκωσίας.

Η κάμερα καταγράφει μια ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τη μεγάλη πορεία γυναικών προς τους τάφους των θυμάτων του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και της τουρκικής εισβολής, καθώς και μαρτυρίες Ελληνοκυπρίων στους καταυλισμούς των προσφύγων και σε κεντρικό δρόμο της διχοτομημένης Λευκωσίας.

Η Μελίνα Μερκούρη, συνέβαλε στο να παρουσιασθεί η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο και να γιορταστεί στην Κύπρο ο μήνας ευρωπαϊκού πολιτισμού το 1994.

Συνυφασμένη και με την πολιτική, είναι η ζωή της Μελίνας Μερκούρη, την οποία το 1967 η Χούντα των Αθηνών την βρίσκει στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια τις σκληρής επταετίας,  η ίδια πολέμησε με πάθος τη χούντα, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν, χρησιμοποιώντας τη φήμη της.

Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα ενώ επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα.

Αποτελέσματα των αγώνων και τις επιμονής της ήταν να δημευθεί η περιουσία της και να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα, μέτρα τα οποία έπαψαν να ισχύουν με την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Κατά την διάρκεια των αγώνων της, έγιναν εναντίον της ακόμη και απόπειρες δολοφονίας, μία από τις οποίες παραλίγο να της στοιχίσουν τη ζωή.

Επίσης, ο θάνατος του πατέρα της στις 7 Ιουλίου του 1968 τη βρίσκει στην ξενιτιά, χωρίς ιθαγένεια και χωρίς διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της τον Ιούλιο του 1972 της επιτρέπουν την είσοδο στην Ελλάδα για λίγες ώρες.

Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα και κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο έκανε το σήμα της νίκης ανάμεσα σε πλήθος κόσμου που την ανέμενε στο αεροδρόμιο.

Εγκαθίστανται μόνιμα πλέον στην Αθήνα με τον σύζυγό της Ζυλ Ντασσέν και συνεχίζει να υπηρετεί την τέχνη της. Όμως οι αγώνες για την δημοκρατία επεκτείνουν σύντομα το ενδιαφέρον της προς την πολιτική. Συνεργάζεται, έτσι, με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου και ιδρύουν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα αργότερα Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑ.ΣΟ.Κ).

Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Β΄ περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠΑΣΟΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού.

Παράλληλα με την πολιτική της παρουσία αρχίζει το γύρισμα μιας σειράς τηλεοπτικών εκπομπών με τον τίτλο «Διάλογοι» που περιλαμβάνουν κοινωνικά θέματα. Από τα 14 επεισόδια μεταδίδονται μόνο δύο για την Κύπρο και η εκπομπή απαγορεύεται από την ΕΡΤ. Το θέμα συζητείται στη Βουλή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γυρίζονται άλλες δύο ταινίες οι «Επαρχίες της Αθήνας» και «Νόελ Μπαίκερ-Το κτήμα του Αχμέτ-Αγά».

Συνεχίζει επίσης τη δουλειά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με εξέχουσες ερμηνείες στην «΄Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976).

Η παράσταση παίζεται σε όλη τη Μακεδονία και στο Λυκαβηττό, αρνούνται όμως την παρουσίασή της στο επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος, στην Επίδαυρο. Η απαγόρευση της χαρίζει τον τίτλο της «Εξόριστης Μήδειας». Το 1978 γυρίζει μια ταινία βασισμένη στη «Μήδεια», την «Κραυγή γυναικών» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.

Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης – αποτέλεσμα της αφοσίωσης που είχε δείξει στην Β΄ Πειραιά) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη Β΄ Περιφέρεια Πειραιά, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική, πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού.

Το 1980 πρωταγωνιστεί στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν και το καλοκαίρι ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» που παρουσιάζει ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» στην Επίδαυρο. Το κοίλο του αρχαίου θεάτρου γεμίζει ασφυκτικά.

Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Η διεθνής ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν, και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα. Επιθυμία της, να επιβάλλει την Ελλάδα και να την κάνει σεβαστή παντού.

Όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα.

Κατά τη διάρκεια της θητείας της θα φέρει, με τις πολιτικές της πρωτοβουλίες και τα πολιτικά της οράματα, τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Θα εντυπωσιάσει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση του υπουργείου της και με τον αέρα αλλαγής που θα πνεύσει στις σχέσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους υπαλλήλους αλλά και στις σχέσεις των υπηρεσιών με τον πολίτη.

Ως Υπουργός Πολιτισμού εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαράξει την πολιτική της στο υπουργείο εξαρχής και την ακολούθησε απαρέγκλιτα, φροντίζοντας για την σταδιακή υλοποίηση των πολλών και μεγάλων οραμάτων της.

Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.

Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της.

Χαρακτηριστική και η δήλωσή της : “Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ”.

Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989.

Στις 28 Νοεμβρίου του 1983 κάλεσε τους Υπουργούς Πολιτισμού της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στους οποίους και τόνισε ότι “ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».

Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα κα για το 2017 το Άρχους της Δανίας και την Πάφο.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο Υπουργείο Πολιτισμού και στη διάρκεια της σύντομης δεύτερης θητείας της ονειρεύτηκε και προσπάθησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα «Αιγαίο – Αρχιπέλαγος», καθώς και το πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Πολιτισμός».

Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και Υπουργού, Σταμάτη Μερκούρη.

Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος».

Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.

Το 1965 παντρεύτηκε τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).

Μέχρι σήμερα λειτουργεί το “Ίδρυμα Μελίνας Μερκούρη”, το οποίο υιοθετώντας τις βασικές ιδέες της πολιτικής που σχεδίασε και εφάρμοσε η Μελίνα Μερκούρη ως Υπουργός Πολιτισμού, φιλοδοξεί να συμβάλει στην προβολή και διάδοση του Ελληνικού Πολιτισμού στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 2007 με πρωτοβουλία του Ιδρύματος θεσπίστηκε το “Θεατρικό Βραβείο Μελίνα Μερκούρη” το οποίο απονέμεται ετησίως για την καλύτερη ερμηνεία νέας γυναίκας ηθοποιού κατά την προηγούμενη θεατρική περίοδο. Στην ηθοποιό μαζί με το χρηματικό έπαθλο περιέρχεται και η καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη την οποία παραδίδει στην επόμενη βραβευθείσα.

Το “Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη” παρέχει επίσης υποτροφίες για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της ημεδαπής.

Με την ευκαιρία της επετείου του θανάτου της και 35 χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα της Μελίνας για επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα το ίδρυμα που φέρει το όνομά της ετοίμασε ταινία μικρού μήκους για την βίαιη αρπαγή των Γλυπτών από το Λόρδο Έλγιν και τους αγώνες της Μερκούρη για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.

Η μικρού μήκους ταινία παρουσιάστηκε στις 6 Μαρτίου 2017 από το πρωί μέχρι το απόγευμα στο ισόγειο του Μουσείου της Ακρόπολης στο οποίο η είσοδος ήταν ελεύθερη για όλους.

Η προσωπικότητα της Μελίνας Μερκούρη αντικατοπτρίζεται στα δικά της αποφθέγματα.

Για τους αγώνες της για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα δήλωσε : “ Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ”.

Για το πάθος της για τον έρωτα, δήλωσε : “Δεν βγαίνω πια έξω από τότε που έπαψα να φλερτάρω”.

Για την πολιτική και το ΠΑΣΟΚ είχε δηλώσει προς τον Παπανδρέου : “Αντρέα, δεν αρέσουμε πια”.

Για την τέχνη της υποκριτικής δήλωσε : “Δεν πιστεύω στους ή στις σταρ που φτιάχνονται από τα διάφορα κυκλώματα και που χάνονται με το χάραγμα της αυγής. Στάρ, είναι αυτός που μπορεί να επηρεάσει και να ακτινοβολήσει σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Είναι δηλαδή ο χαρισματικός από τη φύση του άνθρωπος”.
(ΚΥΠΕ/ΑΑΓ/ΓΧΡ)