Η ‘χαρτογράφηση’ του Κυπριακού από το 1977 μέχρι το 2004

Η ‘χαρτογράφηση’ του Κυπριακού από το 1977 μέχρι το 2004

Η εδαφική πτυχή του Κυπριακού και η αποτύπωση των εδαφών της κάθε συνιστώσας πολιτείας σε χάρτη είναι ένα από τα κρίσιμα θέματα που πρέπει να διευθετηθούν στο πλαίσιο μιας λύσης και αποτελεί αντικείμενο και της παρούσας φάσης των συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, που συνεχίζονται αυτό το μήνα στη Γενεύη, στο πλαίσιο των οποίων είναι προγραμματισμένο στις 11 Ιανουαρίου οι δυο πλευρές να παρουσιάσουν τους χάρτες τους.

Πηγή της ελληνοκυπριακής πλευράς ανέφερε στο ΚΥΠΕ πως το γεγονός ότι την ίδια στιγμή θα κατατεθούν χάρτες από τις δυο πλευρές για τις εδαφικές αναπροσαρμογές είναι μια σημαντική εξέλιξη, προσθέτοντας πως αυτό που αναμένεται είναι ότι στους χάρτες θα αποτυπώνεται το κριτήριο του ποσοστού εδάφους της κάθε συνιστώσας πολιτείας επί του οποίου υπήρξε στο Μοντ Πελεράν κατ `αρχήν συμφωνία σε ό,τι αφορά την έκταση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, μεταξύ 28,2%-29,2%.

Πρόσθεσε πως η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έχει στις αποσκευές της παραλλαγές χαρτών και πως αναμένει ότι στη Γενεύη οι δυο πλευρές θα συνεχίσουν και τη συζήτηση επί των κριτηρίων για το εδαφικό πριν την παρουσίαση των χαρτών τους, υπενθυμίζοντας πως δεν υπήρξε συμφωνία επί των άλλων δυο κριτηρίων που αφορούν τον αριθμό των προσφύγων που θα επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και το ποσοστό της ακτογραμμής της κάθε πλευράς.

Η ίδια πηγή είπε ακόμα πως σε μεγάλο βαθμό η σύγκλιση ή η απόκλιση που θα υπάρχει στους χάρτες που θα κατατεθούν θα επηρεάσει το κλίμα κατά τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις. Ερωτηθείσα κατά πόσο έχουν ληφθεί υπόψη κατά την προετοιμασία της ελληνοκυπριακής πλευράς, χάρτες και προτάσεις για εδαφικές αναπροσαρμογές που είχαν γίνει στο παρελθόν, η ίδια πηγή ανέφερε πως “φυσικά λαμβάνονται υπόψη”, προσθέτοντας πως “υπάρχουν κάποιες ευαισθησίες”.

Πρόσθεσε πως για παράδειγμα για την ελληνοκυπριακή πλευρά εκείνο που έχει σημασία είναι να επιστραφούν περιοχές που ήταν πυκνοκατοικημένες πριν την τουρκική εισβολή.

Στο παρελθόν τόσο οι δυο πλευρές όσο και τα Ηνωμένα Έθνη είχαν ετοιμάσει χάρτες και έκαναν εισηγήσεις για εδαφικές αναπροσαρμογές, χωρίς ωστόσο να γίνει κατορθωτή η επίτευξη συμφωνίας. Η “χαρτογράφηση” της λύσης του Κυπριακού άρχισε από νωρίς στο πλαίσιο των δικοινοτικών συνομιλιών μετά την τουρκική εισβολή του 1974.

Το 1977, κατά τον έκτο γύρο των συνομιλιών, η ελληνοκυπριακή πλευρά προσήλθε με προτάσεις τόσο για το Συνταγματικό όσο και για το Εδαφικό. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά ετοίμασε χάρτη (31/3/1977) που προέβλεπε ποσοστό εδάφους 80,3% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 19,7% για την τουρκοκυπριακή. Η ελληνοκυπριακή πλευρά λάμβανε ποσοστό 75,3% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή 24,7%. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν ήταν 109.515. Η πρόταση αυτή επανήλθε και στις 8 Οκτωβρίου 1980.

Στις 13 Απριλίου 1978 κατέθεσε προτάσεις η τουρκοκυπριακή πλευρά. Η νεκρή ζώνη θα τίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση ενώ σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα εδάφη υπήρχε απλώς ευθυγράμμιση με αποτέλεσμα να επιστρέφεται μόλις το 1,2% των εδαφών. Έτσι ποσοστό 64,8% θα ανήκε στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, η οποία θα είχε τον έλεγχο του 44,5% της ακτογραμμής. Το 35,2% του εδάφους θα ανήκε στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, η οποία θα είχε τον έλεγχο του 55,5% της ακτογραμμής. Συνολικά θα επέστρεφαν 4.124 Ελληνοκύπριοι.

Στις 5 Αυγούστου 1981 η τ/κ πλευρά προχώρησε στην υποβολή νέων προτάσεων επί αριθμού θεμάτων, περιλαμβανομένου και του Εδαφικού. Ο χάρτης της προέβλεπε ποσοστό εδάφους 33,4% για την ίδια και 66,6% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Η τουρκοκυπριακή πλευρά θα είχε το 53,4% της ακτογραμμής και η ελληνοκυπριακή το 46,6% ενώ θα επέστρεφαν 13.818 Ελληνοκύπριοι.

Ακολούθησε την ίδια χρονιά ο πρώτος χάρτης του Ειδικού Αντιπροσώπου των Ηνωμένων Εθνών Χούγκο Γκόμπι με τον οποίο ποσοστό εδάφους 72,6% τίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,4% υπό τουρκοκυπριακή. Σε ό,τι αφορά την ακτογραμμή ποσοστό 49,8% θα ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά και 50,2% στην τουρκοκυπριακή. Θα επέστρεφαν 78.025 Ελληνοκύπριοι.

Ο δεύτερος χάρτης Γκόμπι επίσης του 1981 έδινε 0,2% περισσότερο ποσοστό εδάφους στην ελληνοκυπριακή πλευρά (72,8%) και το 27,2% στην τουρκοκυπριακή. Τα ποσοστά της ακτογραμμής για την κάθε πλευρά παρέμεναν τα ίδια ενώ θα επέστρεφαν 79.720 Ελληνοκύπριοι.

Τον Αύγουστο του 1992 υποβάλλεται ο χάρτης του τότε ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι με τις εδαφικές αναπροσαρμογές ο οποίος ήταν ενσωματωμένος στη “Δέσμη Ιδεών” Γκάλι για ένα πλαίσιο συνολικής συμφωνίας για το Κυπριακό. Ο χάρτης προέβλεπε ποσοστό εδαφών 72,1% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,9% υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Με βάση το χάρτη η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κατείχε το 49,9% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 50,1%. Θα επέστρεφαν 78.912 Ελληνοκύπριοι.

Το Δεκέμβριο του 1999 υπήρξαν δυο χάρτες από την ελληνοκυπριακή πλευρά στο πλαίσιο των προτάσεών της για το Εδαφικό. Και στις δυο περιπτώσεις τα ποσοστά εδάφους και ακτογραμμής παρέμεναν τα ίδια, άλλαζε μόνο ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν. Το ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 76% του εδάφους και το τουρκοκυπριακό το 24%, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έλεγχε το 65% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 35%. Με βάση τον πρώτο χάρτη θα επέστρεφαν 107.778 Ελληνοκύπριοι και με βάση το δεύτερο 99.916.

Οι επόμενες προτάσεις εδαφικών αναπροσαρμογών έγιναν στα πλαίσια των συζητήσεων για τις διάφορες εκδοχές του Σχεδίου Ανάν.

Με βάση την πρόταση του πρώτου Σχεδίου το Νοέμβριο του 2002, το ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 71,4% του εδάφους και το τουρκοκυπριακό το 28,6%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε το 45,5% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 54,5%, ενώ θα επέστρεφαν 82.170 Ελληνοκύπριοι.

Ακολούθησε δεύτερη πρόταση από τα Ηνωμένα Έθνη τον ίδιο μήνα, με βάση την οποία το ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 71,5% του εδάφους και το τουρκοκυπριακό το 28,5%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε το 58,3% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 41,7%, ενώ θα επέστρεφαν 79.947 Ελληνοκύπριοι.

Το Δεκέμβριο του 2002 υπήρξε πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς για 73,1% του εδάφους για την ίδια και 26,9% για την τουρκοκυπριακή πλευρά. Η ακτογραμμή της κάθε πλευράς θα ήταν 60,3% και 39,7%, αντίστοιχα. Θα επέστρεφαν συνολικά 100.311 Ελληνοκύπριοι.

Η πρόταση που περιλαμβανόταν στο Σχέδιο Ανάν 2 το Δεκέμβριο του 2002 προνοούσε ποσοστό εδάφους 71,5% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 28,5% υπό τουρκοκυπριακή ενώ σε ό,τι αφορά την ακτογραμμή το 59% θα ήταν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και το 41% υπό τουρκοκυπριακή. Θα επέστρεφαν 79.947 Ελληνοκύπριοι.

Ακολούθησαν οι προτάσεις επί του Εδαφικού στο Σχέδιο Ανάν 3 το Φεβρουάριο του 2003, στις 29 Μαρτίου 2004 (Σχέδιο Ανάν 4) και στις 31 Μαρτίου 2004 (Σχέδιο Ανάν 5 το οποίο τέθηκε σε δημοψήφισμα). Και οι τρεις προτάσεις προνοούσαν ποσοστό εδάφους 71,3% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 28,7% υπό τουρκοκυπριακή και επιστροφή 86.366 Ελληνοκυπρίων. Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά της ακτογραμμής στην πρόταση του 2003 αυτά ήταν 49% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 51% για την τουρκοκυπριακή και στις δυο επόμενες προτάσεις 45,7% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 54,3% για την τουρκοκυπριακή.
(ΚΥΠΕ/ΜΚ/ΜΜ)