14 Αυγούστου 1974: Δύο οικογένειες δίνουν τη δική τους μαρτυρία

14 Αυγούστου 1974: Δύο οικογένειες δίνουν τη δική τους μαρτυρία

Λίγα ρούχα, σεντόνια και μια κουβέρτα για τους γονείς, τα παιδιά, τον παππού και τη γιαγιά, χώρεσε η βαλίτσα που ήταν φυλαγμένη για ειδικές περιπτώσεις. Η μικρή Κάτια έβαλε σε μια τσαντούλα άσπρες φανέλες και μαύρα παντελονάκια, από αυτά που φορούσαν τα μικρά στη γυμναστική. Τα είχε ήδη ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα, γιατί άκουσε από τους στρατιώτες ότι θα έρχονταν οι Τούρκοι σύντομα και στο Παλαίκυθρο. Οι γονείς της, Ανδρέας και Δήμητρα, κλείδωσαν το σπίτι άρον – άρον και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Φώναξαν και στον Παπά Νίκο ότι έφευγαν. Στοίβαξε και αυτός την οικογένειά του στην καρότσα του τρακτέρ. `Ηταν ώρα να φύγουν, αλλά έχει ο Θεός, σε λίγες μέρες θα επιστρέψουμε σπίτι, σκεφτόταν η κ. Δήμητρα. Και έφυγαν.

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, η Δήμητρα Χριστοδούλου ζει με τον σύζυγό της Ανδρέα στο συνοικισμό Στρόβολος 3. Δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. `Ηταν από τους τυχερούς που έφυγαν. `Αλλοι στάθηκαν άτυχοι. Χωρίς βενζίνη στο αυτοκίνητο και με σκασμένο λάστιχο, η κουμέρα Γιαννούλα δεν μπόρεσε να φύγει. Δολοφονήθηκε από τους Τούρκους μαζί με τις κόρες της και το εγγονάκι της.

14 Αυγούστου 1974
—————————-
Η Κάτια θυμάται τί έκανε το βράδυ πριν το μεγάλο κακό. «Μέσα στη τσαντούλα μου έβαλα τις κιλότες μου, το παντελονάκι μου, τις άσπρες φανελούδες μου, και με το ζόρι τους έβαλα να κατεβάσουν την βαλίτσα και να βάλουν κάτι για τον καθένα μέσα».

Η κ. Δήμητρα θυμάται την νύχτα πριν την προσφυγιά.

«`Ολη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε. Τα αυτοκίνητα πήγαιναν πάνω-κάτω, η γειτονιά όλη έξω. Είχαμε ένα αυτοκίνητο έξω, του σύγαμπρού μου, Σωτήρη,  που ήταν στρατιώτης λίγο έξω από το χωριό και πηγαίναν τα μωρά στους στρατιώτες λίγο καρπούζι, νερό, κανένα χαλούμι. Ο Σωτήρης είπε στα μωρά μου ελάτε τα κλειδιά μου και το αυτοκίνητό μου να το πιάσετε και να φύγετε γιατί εμάς θα μας σηκώσουν. `Ετσι έγινε. `Ηρθαν τα μωρά και μας έφεραν το χαμπάρι και πήγα απέναντι που είχε μια οικογένεια με εννέα μωρά. Ο μπαμπάς ιερέας, έμεναν στο παλιό μας σπίτι. Φώναξα στον Πατέρα και βγήκε έξω».

Η κ. Δήμητρα είπε στον Πατέρα ότι θα έφευγαν και να φύγουν όλοι μαζί, να τους ακολουθήσουν. Πήρε και εκείνος την απόφαση να φύγουν. `Εβαλε και εκείνος τα μωρά στην καρότσα του τρακτέρ και μαζί με την πρεσβυτέρα Μαρούλα, ακολούθησαν την οικογένεια Χριστοδούλου για  «όπου μας βγάλει η μοίρα μας», είπε.

Στον δρόμο, ειδοποίησαν και την αδελφή του κ. Ανδρέα που είχε και εκείνη αυτοκίνητο και στοιβάχτηκαν σε δύο αυτοκίνητα 14 άτομα. Πήραν το δρόμο του νέο δρόμο του Βαρωσιού. Ο κ. Ανδρέας, θυμάται «ουρές τα αυτοκίνητα. Πήγαμε Στρογγυλό, μετά `Ασσια και προχωρήσαμε στην Ξυλότυμπου. Πήγαν όλοι προς τις Βάσεις». Είχαν ένα γνωστό στην Ξυλοτύμπου που τους πήρε στο σπίτι που άνηκε στον ποιητή Κυριάκο Καρνέρα. Ο γιος του έλειπε στο στρατό και η νύφη πήγε να μείνει με τα πεθερικά της.

Τα μωρά του ζεύγους Χριστοδούλου είχε το καθένα από μια εικόνα στα χέρια. Ο Κυριάκος κρατούσε τον `Αγιο Γεώργιο, η Κατερίνα την Αγία Παρασκευή και ο Χριστάκης τον `Αγιο Νεκτάριο. Κανείς δεν θυμάται γιατί κρατούσαν τις εικόνες. Αλλά η Κάτια λέει, «δεν ξέραμε πώς να ενεργήσουμε εκείνη την ώρα». Για τον κ. Ανδρέα, το πιο δύσκολο, λέει, «και χειρότερο σε αυτές τις καταστάσεις ήταν που δεν είχαμε Πολιτική Αμυνα που να καθοδηγήσει τον κόσμο να φύγει. Δεν είχαμε. Ο καθένας όπως έκοφκε ο νους του. `Αλλοι έφευγαν, άλλοι έμειναν εγκλωβισμένοι. `Οσοι πήγαιναν προς το αεροδρόμιο στην Τύμπου, τους έπιανε ο τούρκικος στρατός. Ο μόνος άδειος δρόμος ήταν ο νέος δρόμος του Βαρωσιού.»

Λέει η κ. Δήμητρα: «Και την ώρα που φεύγαμε, αν ήθελαν, μπορούσαν να σκοτώσουν, ήταν να σκοτώσουν. `Ηθελαν απλά να φύγει ο κόσμος. Τα αυτοκίνητα ήταν ουρές, τα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω».

Θυμάται όταν έφευγαν, τα χωράφια με τα σιτάρια και τα κριθάρια, έπαιρναν φωτιά. Όπως έβγαιναν από το χωριό, η κ. Δήμητρα γύρισε πίσω και αντίκρισε ένα μαύρο σύννεφο με καπνό. Νόμιζες ότι πήρε όλο το χωριό φωτιά αλλά καίγονταν τα σπαρτά.

Θυμάται τους γείτονες και συγχωριανούς που η μοίρα στάθηκε άδικη μαζί τους.

«Είχαμε γείτονες που είχαν τα δικά τους αυτοκίνητα αλλά ήταν επίταξη και έμειναν και σκοτώθηκαν. Η κουμέρα η Γιαννούλα πήγε να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και δεν είχε βενζίνη. Έσπασε τζαι το λάστιχο, 16 άτομα από εκείνο το σπίτι μόνο. Παππούς, γιαγιά, θείος με ειδικές ανάγκες, η θυγατέρα μαζί με τις τέσσερις κόρες της και δύο αγόρια, η οικογένεια Σουππουρή, όλους σε ένα τόπο τους σκότωσαν».

Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Παναγίας, η οικογένεια Χριστοδούλου πήγε εκκλησία στην Ξυλοτύμπου. Χαρακτηριστικό ήταν το κλάμα που ακουγόταν στην εκκλησία.  «Πήγαμε στην εκκλησία και ήταν γεμάτη κόσμο που έκλαιγε. Σαν εμάς πάρα πολλοί. Βρήκαμε ορισμένους συγχωριανούς μας…είχε ένα κύριο από τα Κοκκινοχώρια. `Εφερε κρεβάτια. Και τον ρώτησαν πού θα τα βάλει όλα εκείνα. Και είπε, ‘ξέρετε ότι θα μείνουμε δαμέ, δεν θα πάμε πίσω. `Ηταν απίστευτο πράγμα. Νομίζαμε ότι αστειευόταν. `Ηταν μια εξωπραγματική κατάσταση, σαν μια ταινία η ζωή μας εκείνες τις μέρες.»

Οι τρεις οικογένειες έμειναν στην Ξυλοτύμπου για ένα μήνα.

Τα χρυσαφικά
————
Μια βδομάδα πριν την προσφυγιά, μετά την πρώτη εισβολή, η κ. Δήμητρα μάζεψε τα χρυσαφικά της, τα ασημικά της οικογένειας. «Μέσα στην αυλή μας είχαμε λεμονόδεντρα. Κάναμε έλα λάκκο μικρό, έβαλα ένα χαρτσί, βάλαμε δύο σετ πιρουνομάχαιρα, δύο σετ πιατικά,  τα ασημικά μας, όλα εκεί. Βάλαμε από πάνω ένα λάστιχο και λίγο χώμα. Και είπαμε, αν ζήσουμε, θα τα ξαναδούμε”. `Υστερα από 29 χρόνια τα είδαν ξανά.

Η κ. Χριστοδούλου αναφέρει ότι τα εγγόνια της, όσο και η Κάτια, της ζητούσαν να επισκεφθεί το σπίτι τους όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα.  Μάμμα, της έλεγε η Κάτια, «η κοπέλα που κάθεται σπίτι μας μου είπε να πάεις σπίτι σας», θυμάται η κ. Δήμητρα. «Αλλά εγώ δεν μιλούσα, τί να πάω, σκεφτόμουν. `Ολοι οι συγγενείς μου επισκέφθηκαν το σπίτι μας, και πάντα η κοπέλα που μένει εκεί ρωτούσε αν ήταν μαζί τους η μάμμα της Κάτιας».

Τελικά ο κ. Ανδρέας και η κ. Δήμητρα πήραν την απόφαση να επισκεφθούν το χωριό τους και να δουν το σπίτι τους.
Είδα ένα άνθρωπο κάτω από τη λεμονιά και σκάλιζε. Του φώναξα και μόλις με είδε φωνάζει στα τούρκικα, «Εμινέ, ήρθε η μάμμα της Κάτιας». Με κατάλαβε γιατί με την κόρη μου έχουμε την ίδια φυσιογνωμία. Πράγματι, ήρθαν με αγκάλιασαν και μπήκα στην αυλή του σπιτιού μου. Προχώρησα στη λεμονιά. Σταθήκαμε όλοι εκεί που θάψαμε τα χρυσαφικά. Η εγγόνισσά μου με προέτρεπε να πω κάτι.  Η μεγάλη κόρη της `Εμινε ρώτησε στα αγγλικά την Κάτια αν έψαχνα κάτι που αφήσαμε στην αυλή. Ναι, απάντησε η Κάτια. `Ετρεξαν κόρες και μάνα, και ξεκάρφωσαν το ερμαράκι του πάγκου όπου τα φύλαξαν και μου τα έφεραν μέσα σε ένα πανέρι. Όπως μου τα έφεραν, εγώ λιποθύμησα. `Εγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ο Ανδρέας ήταν έξω και μιλούσε με συγχωριανούς. `Εταν όλα μέσα. Τα φύλαξαν γιατί φοβούνταν μήπως έρθουν ξένοι, ανατολίτες και να τα πιάσουν…Φαντάζεσαι τί μόρφωση είχε αυτή η κοπέλα, η Εμινέ και ο Γιουκσέν, ο οποίος είναι και εκείνος από το Παλαίκυθρο.»

Η γιαγιά του, λέει η Κάτια, μας γνώριζε, ήξερε ότι ποτέ δεν ενοχλούσαμε τους Τουρκοκύπριους Φαίνεται ήθελαν να τα προστατεύσουν. Πράγματι, τα προφύλαξαν όπως τα βρήκαν στο χαρτσί.

Στο οδόφραγμα κατά την επιστροφή στη Λευκωσία τους σταμάτησαν. Και η Κάτια τους είπε: «Θα βρείτε εκείνα που αφήσαμε και μας τα έδωσαν». Και όταν έμαθε τί έγινε, ο αστυνομικός φώναξε και στους συναδέλφους τους να δουν και τους λέει, “δείτε, υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. `Εδωσαν σε αυτά τα πλάσματα όλα αυτά τα πράγματα που ήταν χωσμένα 29 χρόνια”. Και τους άφηναν να περάσουν.

«Αν ήξερα ότι δεν θα επιστρέφαμε ξανά στο σπίτι μας, θα το έκαια», σκέφτεται και λυπάται ο κ. Ανδρέας. `Επειτα από 44 χρόνια, καθημερινά η σκέψη είναι στο χωριό. Το κέντημα με την ημερομηνία «Εγίναμεν πρόσφυγες 14 Αυγούστου 1974» που είναι καδρομένο ψηλά στον τοίχο του διαδρόμου της προσφυγικής οικίας του ζεύγους Χριστοδούλου, που κέντησε η γιαγιά Μαρίτσα, έχει πολλά να πει.

Νίτσα Γεωργίου Παπαχριστοδούλου
—————-
Το βίωμα της Νίτσας Γεωργίου Παπαχριστοδούλου είναι διαφορετικό από αυτό της οικογένειας Χριστοδούλου. Γνωρίστηκαν στην εκκλησία του Συνοικισμού Στροβόλου 3 εδώ και χρόνια και ένωσαν τον πόνο τους και την λαχτάρα για επιστροφή.  Στην προσφυγιά και εκείνη από τις 14 Αυγούστου, έμεινε να κρατά την φωτογραφία του αγνοούμενου νεαρού αδελφού της που σκοτώθηκε στον πόλεμο αλλά δεν ανευρέθηκαν τα οστά του για να μπορέσει η οικογένειά της, και οι χαροκαμένοι γονείς να θάψουν το παιδί τους. Για εκείνους είναι ήδη αργά.

«Είμαι από τον Κοντεμένο, εφάμε τις πρώτες βόμβες της εισβολής. Μπήκαμε στους λάκκους που είχε ανοίξει συγχωριανός για να κτίσει της κόρης του και μπήκαμε μέσα.  Εγώ, οι γονιοί μου και τα δύο μου μωρά. Από τους βομβαρδισμούς, η οικογένεια κατάφερε να γλυτώσει έστω και αν έπεσε μπετόν σε άλλο διπλανό λάκκο». Θυμάται τον πατέρα της που έτρεξε μετά να δει το κοπάδι του. «`Εγινε κουβάρι το κοπάδι από τον φόβο του”, λέει.

Και θυμάται: “Μείναμε μέχρι τις 6 Αυγούστου, του Σωτήρος, στο χωριό. Ο πατέρας μου πήρε το κοπάδι πρώτα στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη, βόρεια της κοινότητας Κυρά της επαρχίας Μόρφου. Μετά προχωρήσαμε στο Καπούτι και μείναμε μέχρι τις 14 Αυγούστου εκεί όταν ξανάρχισαν οι βομβαρδισμοί. `Eνας χωριανός που ήξερε τους τόπους, μας έβαλε σε μια σπηλιά”.

`Eμειναν εκεί μέχρι να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί. Ο χωριανός προσπαθούσε να τους αλλάξει τη γνώμη να μην φύγουν αλλά ο πατέρας της κ. Νίτσας ήταν ανένδοτος. «Πιάσε τα μωρά και φύγε,» είπε.  Και η οικογένεια πήγε στην Κακοπετριά και το βράδυ έφθασε και ο πατέρας της αφού άφησε το κοπάδι. `Hθελε να επιστρέψει στο Καπούτι να δει το κοπάδι.

«Δεν τον αφήσαμε. Αν τον αφήναμε ήταν να τον γυρεύουμε και τον πατέρα μου όπως τον γυρεύουμε και τον αδελφό μου, τον Νικόλα, 19 χρονών. Ο Νικόλας ήταν στις καταδρομές στο Μπέλλαπαϊς. Δεν βρέθηκε. `Hταν η Mοίρα Καταδρομών που βγήκε στον Αγιο Ιλαρίωνα. Μετά που σκοτώθηκε ο διοικητής τους (οι στρατιώτες) έκαναν οπισθοδρόμηση, όπως μας είπαν και πήγαν  στον `Aγιο Γεώργιο, βρήκαν μια πολυκατοικία υπό ανέγερση και πήγαν στον πρώτο όροφο”, λέει.

“Ο αδελφός μου τραυματίστηκε στην κοιλιακή χώρα. `Ωσπου τον εθώρε ένας άλλος στρατιώτης που ανέπνεε, του έλεγε, ‘άντεξε ρε φίλε, και θα φύγουμε τώρα που θα νυχτώσει. `Αμαν είδαν ότι πέθανε, το παιδί πήδηξε από την άλλη πλευρά της πολυκατοικίας και έφυγε, μπήκε σε ένα σπίτι, έκανε μπάνιο, φόρεσε πολιτικά ρούχα και έφυγε. `Εκανε αιχμάλωτος αλλά γύρισε πίσω. Τον αδελφό μου δεν τον βρήκαμε ποτέ. Ρωτούσαμε από εκεί και εδώ αλλά δεν ήξερε κανένας. Πήγαμε στον Μέσα Ποταμό μέχρι τον Ιανουάριο και μετά ήρθαμε κάτω. Νοικιάσαμε σπίτι στον `Αγιο Δομέτιο εννέα μήνες και μετά ήρθαμε κοντά στου Κώστα Θεοδώρου όπου έκτισαν μια παράγκα και έμειναν εκεί εννέα χρόνια. Οι γονείς μου πήγαν τελικά στο Ακάκι».

Πέρασαν χρόνια από εκείνες τις μέρες του Αυγούστου. «Μια μέρα που τους επισκέφθηκα, είδα τον πατέρα μου να κρατά ένα χαρτί. Τί είναι εκείνο το χαρτί που κρατάς»,  τον ρώτησα. «Κόρη μου, τούτο το χαρτί, κάθε μήνα που έρκεται, εν εφτά μαχαιριές που μου δια, τζαι μένα τζαι της μάνας σου. Τους έδιναν επτά λίρες του καθενός για τον γιο τους. Εφτά λίρες για την ψυχή του γιού τους. Ο πατέρας μου μετά από μεγάλο έμφραγμα και πάρκινσον πέθανε το 1998».

Το ποίημα
———-
Η μάνα της Βασιλική, έμεινε μόνη. «Τί να κάνει; Δώστου πλέξιμο, δαντέλες. Όταν δεν είχε άλλο νήμα, ζητούσε από την κ. Νίτσα να της πάρει άλλο νήμα για να «ποσκολιέται». Έμπλεκε τις ίδιες λωρίδες ξανά και ξανά.

Που εν να πεθάνω, να μου βάλετε μαζί μου την φωτογραφία του γιού μου, είχε ζητήσει η κ. Βασιλική. Και αυτό έγινε.

Τις λούρες που είχε μπλέξει η κ. Βασιλική, η κ. Νίτσα της έκανε τραπεζομάντηλο για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Αποστόλου Ανδρέα του Συνοικισμού Στρόβολος 3.

«Οποιος δει ρωτά. Το είδε η κόρη του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη και της άρεσε. Της είπαν την ιστορία ότι έγινε από την ‘μάνα του αγνοούμενου’. Είπε το του πατέρα της και έγραψε το πιο κάτω ποίημα.

«Νυμφίου αγνοουμένου»

Καθημερινά φορούσε τα καλά
Κυριακάτικά της πάθια,
Χρόνους σαράντα τον ακαρτερούσε.

Κάτω απ’τη λάμπα, π’αναδάκρυζε το φως της,
Έμπλεκε ατέλειωτη μια λούρα-μην τελειώσει
Το νήμα της ζωής του-
Ξαγρυπνούσε,
Μην έρθει αυτός μεσάνυχτα και κάτι,
Και της χτυπήσει αργά την πόρτα.

Κάτι σαν όνειρο πήρε τ’αυτί της,
Κάποια στιγμή το χέρι απ’το σμιλί της
Γλιστράει και τραντάχτηκε η ψυχή της.

«Χρίστο, γρουσέ μου γιε, μεν έσιεις έννοιαν,
Τ’αμμάθκια μου δεν θα ξανακαμμύσουν.
Που τώροπις μου ‘κουστηκεν, αγροικούν
Το χρώμαν της φωνής σου –
Να’τουν το ψέμαν, να πλέκετουν,
Να γίνετουν αλήθκεια!
Φιλώ σταυρό: Θα κάμνω Παννυχίδαν
Για σένα το πλεχτόν μου. Δε την νύχταν
Που ξαγρυπνά μιτά μου τζαι λαλεί μου
«Αντεξε, Πηνελόπη μου, τζι αντέχεις».

Τέτοια στο γιο η γραία μονολογούσε.
Και κείνος, που την άκουγε απ’το χώμα
Κάθε φορά σκιρτούσε. Δε λαλούσε,
Γιατί δεν έπρεπε η μάνα του να ξέρει
Σε ποια πλαγιά η άτροφη ψυχή του
Τα κόκαλά του, αλίμονο, σκεπάζει.

Στην έξοδο χορός γερόντων ψέλνει:
Πιο τυχερή σ’αυτή την ιστορία,
Η Αγία Τράπεζα της εκκλησίας
Του Τιμίου Σταυρού στην πόλη μας εστάθη –
Ότι με το πλεχτό της εστολίστη».

Σεπτέμβρης 2015
Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Επίσκεψη στο σπίτι
—–
«`Εχω το κλειδί του σπιτιού μου στο ερμάρι και καρτερώ. Εσκεφτόμασταν ότι θα πάμε πίσω. Όχι να περάσουν 44 χρόνια και να καρτερούμε», λέει με πικρία η κ. Νίτσα.

Επισκέφθηκε τον Κοντεμένο μια φορά αλλά δεν θέλει να ξαναπάει. Το σπίτι της έχει τώρα στρατιώτες μέσα. Δεν την άφησαν ούτε να περάσει το δρόμο να πάει κοντά στο σπίτι. Πήγαν στο παρεκκλήσι της Χρυσελεούσας αλλά βρήκαν μόνο τη βάση της. «Από τότε δεν θέλω να ξαναπάω. Είδα εκείνο το γκρίζο, τη μιζέρια», λέει.

Ρωτώντας την τί κατάφερε να φέρει μαζί της, απαντά: “Τα μωρά, φωτογραφίες και τα ασημικά. Ο παπάς μου άρεσκε του πολλά το διάβασμα. Και είχε την εγκυκλοπαίδεια του `Ηλιου και κάτι άλλα βιβλία. Ζήτησε από τον αδελφό μου να βάλει τους τόμους σε ένα κιβώτιο. Αυτός απάντησε, «πού θα τα κουβαλούμε και εκείνα;». Και έπιασε η ίδια δύο τόμους και τους έφερε μαζί της. Μένουν και εκείνα κειμήλια μέχρι την μέρα που θα επιστρέψουν σπίτι.

(ΚΥΠΕ/ΑΧΡ/MK)