Μάνος Λοϊζος : 81 χρόνια από τη γέννησή του, η μουσική και η ζωή του

Μάνος Λοϊζος : 81 χρόνια από τη γέννησή του, η μουσική και η ζωή του

Ποιος δεν σιγοτραγούδησε «Το ακορντεόν», το «Σ’ ακολουθώ», το «Αχ χελιδόνι μου» και ποιος δεν θέλησε να χορέψει λεβέντικα το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας;» Όλα αυτά είναι μερικά μόνο από τα «παιδιά» του κυπριακής καταγωγής μουσικοσυνθέτη, Μάνου Λοΐζου, ο οποίος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια, και απεβίωσε, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 στη Μόσχα, χτυπημένος από βαρύ εγκεφαλικό.

Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου, παντοπώλη που έχει φτάσει στην Αλεξάνδρεια το 1924 από τους Αγίους Βαβατσινιάς και της Δέσποινας Μανάκη, κόρης γεωπόνου από τη Ρόδο. Στην είσοδο της κοινότητας στην επαρχία Λάρνακας έχει ανεγερθεί σεμνό μνημείο προς τιμήν του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη.

«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου τον οποίο παρομοίωσε «με μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος» και πρόσθεσε ότι «θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου».

Ο δημοσιογράφος και προσωπικός φίλος του Μάνου Λοϊζου, Δημήτρης Γκιώνης γράφει στο βιβλίο του «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά», ότι ο Θεοδωράκης στο άκουσμα του θανάτου του Μάνου Λοϊζου είπε :  «Για μένα προσωπικά ήταν πιο πολύ από αδελφός, φίλος, συνάδελφος. Ήταν η περηφάνια μου. Γιατί μπόρεσε με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα».

Ο Μάνος Λοϊζος, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος, «επέστρεψε» οριστικά στην Αθήνα από την Μόσχα την Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 1982, με αεροπλάνο της Αεροφλότ, άψυχος, με συντροφιά τον φίλο του Φώντα Λάδη, που βρισκόταν την ίδια περίοδο στη Μόσχα για σπουδές. Ο Φώντας Λάδης έγραψε και τους στίχους του δίσκου «Τα τραγούδια μας» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας. Ξεχώρισαν «Το δέντρο» και «Η Τσιμινιέρα».

«Κανένας δεν πίστευε, όταν έφευγε, ότι δεν θα γύριζε ζωντανός. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μόνος, γεμάτος ελπίδες ότι θα νικήσει και θα ζήσει. Δεν τα κατάφερε και την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου, έφυγε στα 45 του. Μακριά από τον τόπο του και τους δικούς του έπειτα από ένα δεύτερο θανατηφόρο εγκεφαλικό» συνεχίζει ο δημοσιογράφος.

Προσθέτει ότι ακολούθησε «θρήνος βουβός, κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα, από συγγενείς και φίλους που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο κι έπειτα η νεκροφόρα και η πομπή των αυτοκινήτων ως τους νεκροθαλάμους του Α’ νεκροταφείου».

Ακολούθησε την επόμενη μέρα η κηδεία» με τις τιμές που του άξιζαν από την πολιτεία, τους συναδέλφους και τα πλήθη που συνέρρευσαν να τον κατευοδώσουν με τον θρήνο, τα χειροκροτήματα και τα τραγούδια του.

Η τότε Υπουργός Πολιτισμού και φίλη του Λοϊζου, Μελίνα Μερκούρη, στον επικήδειό της είπε :  «Ο δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη. Γραμμένη χαρισματικά, με ήθος δημιουργού και φλέβα προικισμένη. Και δεν ήσουν ακόμα Μάνο μας ούτε 45 χρονών».

Η Χάρις Αλεξίου, Πρόεδρος της Ένωσης Τραγουδιστών Ελλάδας, τον αποχαιρέτισε λέγοντας «να πας στο καλό Μάνο και σ’ ευχαριστούμε. Σε ευχαριστούμε γιατί ήσουν ο πρώτος που μας πήρε από το χέρι και μας έμαθε να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα τον αποχαιρέτησαν με ένα διαφορετικό τρόπο. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Γκιώνης, «είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια ‘μακαριά’ για λίγους φίλους, την κόρη του Μάνου Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη…»

«Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη «βιασύνη» του Λοίζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής. Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε…»

Ο Δημήτρης Γκιώνης περιγράφει και το τελευταίο γλέντι του Μάνου Λοϊζου στο σπίτι της Χάρις Αλεξίου. Ο Μάνος είχε κάποτε δηλώσει ότι εάν είναι στα κέφια του μπορεί να μελοποιήσει και τον τηλεφωνικό κατάλογο.

Γράφει ο Δ. Γκιώνης : «Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων.

Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση – με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει – και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα κι άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει.

Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο.

“Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;” λέει μια νοσοκόμα. Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει. Αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. “Θα περάσει που θα πάει”. Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – Στιχουργών Ελλάδας: “Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας”.

«Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης» γράφει ο Δημήτρης Γκιώνης.

Η πρώτη του επαφή του Λοϊζου με τη μουσική γίνεται το 1961 όταν μια ομάδα 83 νέων – Φίλοι της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη – θα στείλουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας “δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του Θεοδωράκη, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των”.

Το όνομα Μανώλης Λοΐζου είναι το δεύτερο στη σειρά. Έκτοτε παραμένει στις τάξεις της Αριστεράς και δίνει μάχη για την κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων στους δημιουργούς.

Σταθμός για τη μουσική του σταδιοδρομία το 1962 όταν έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα κι εκείνος μεσολαβεί στην δισκογραφική εταιρία Philips, έτσι ώστε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το “Τραγούδι του δρόμου”, ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου από ένα ποίημα του Lorca.

Τους στίχους έχει “ανακαλύψει” δημοσιευμένους στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Τραγουδά ο Γιώργος Μούτσιος. Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ.) που δημιουργείται τον Απρίλιο με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών.

Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι.

Ο Λοϊζου αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του Σ.Φ.Ε.Μ. και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη “Όμορφη Πόλη” που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Πάρκ.

Στις 11 Μαρτίου του 1963  δίνουν από κοινού με το Χρήστο Λεοντή την πρώτη τους συναυλία στο θέατρο Ακροπόλ τα έσοδα της οποίας διατίθενται για το Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Τη συναυλία προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας τα καλύτερα λόγια για τους πρωταγωνιστές της.

Το 1964 ο Μάνος εμφανίζεται στην μπουάτ Στοά, στο Κολωνάκι, με τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο. Εκεί, κάποιο βράδυ, ένα νεαρό κορίτσι θα του δώσει δυο στίχους που θα παίξουν βασικό ρόλο στην κατοπινή πορεία του. Το κορίτσι εκείνο είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και οι στίχοι προορίζονται για τα τραγούδια “Ο δρόμος” και “Ο στρατιώτης”.

Το Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Εκείνη τη χρονιά γνωρίζει και τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο.

Τον Αύγουστο του 1966 γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη για την οποία γράφονται και οι στίχοι : «Το κόκκινο για τη ροδιά, το πράσινο για τη μηλιά για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά»,  Κυκλοφορεί επίσης από την εταιρία Οdeon, το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου (“Αυτό τ` αγόρι” με την Αλέκα Μαβίλη) και γνωρίζει επιτυχία.

Το Δεκέμβριο, παρουσιάζει για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο, τον κύκλο τραγουδιών “Τα Νέγρικα” που έχει γράψει πάνω σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Είναι η πρώτη απόπειρα συνύπαρξης με τους σύγχρονους διεθνείς νεανικούς ρυθμούς και τα ηλεκτρικά όργανα.

Το τραγούδι 1967 το τραγούδι “Η δουλειά κάνει τους άντρες”, με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακούγεται από την Ελένη Ροδά στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου “Τρούμπα `67”.

Ωστόσο, το πραξικόπημα ματαιώνει κάποιες συναυλίες που διοργάνωσε η Πανσπουδαστική και στις οποίες επρόκειτο να παρουσιαστούν τα “Νέγρικα”. Προκειμένου ν` αποφύγει τη σύλληψη, εγκαταλείπει την Ελλάδα το Σεπτέμβριο και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο. Εκεί για να ζήσει με την οικογένειά του -που φτάνει λίγο αργότερα- παίζει μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.

Με κλονισμένη υγεία, τον Μάιο του 1981 ο Μάνος Λοϊζος πραγματοποιεί σειρά συναυλιών στο εξωτερικό (Καναδάς, Η.Π.Α., Αγγλία, Σουηδία). Τον Ιούνιο, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, «οργώνουν» την Ελλάδα εις βάρος της υγείας του.

Τον Οκτώβριο θα μπει στο Γενικό Κρατικό  με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και, στο τέλος του χρόνου, θα ταξιδέψει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις.

Στις 8 Ιουνίου 1982 θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο και στις 16 Αυγούστου θα ταξιδέψει εκ νέου στη Μόσχα, προκειμένου να συνεχίσει τη νοσηλεία του. Στις 7 Σεπτεμβρίου θα υποστεί και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο θα αποβεί μοιραίο. Δέκα μέρες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου) θα φύγει για πάντα…

(ΚΥΠΕ/ΑΑΓ/ΑΑΡ)