Πρωτοπoρεί η Κύπρος στην αντιμετώπιση των απειλών στον κυβερνοχώρο, λέει στο ΚΥΠΕ η Διευθύντρια της Europol
Η Κύπρος θεωρείται πρωτοπόρα στην αντιμετώπιση των αυξανόμενων προκλήσεων και απειλών στον κυβερνοχώρο και αποτελεί για μας έναν σημαντικό και αξιόπιστο εταίρο, δήλωσε στο ΚΥΠΕ η Διευθύντρια της Europol Catherine De Bolle.
Επανέλαβε επίσης τη δέσμευσή της για παροχή στήριξης και βοήθειας από την Europol προς τις κυπριακές αρχές στη μάχη κατά οποιασδήποτε μορφής εγκλήματος, τονίζοντας ότι οι οποιεσδήποτε εγκληματικές ενέργειες δεν επηρεάζουν μόνο την ίδια την Κύπρο, αλλά την Ευρώπη γενικότερα.
Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας βρέθηκε στην Κύπρο πρόσφατα, στο πλαίσιο περιοδείας της σε όλα τα κράτη μέλη και είχε επαφές με την ηγεσία της Αστυνομίας, αλλά και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, που κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και την κυβερνοασφάλεια, την τρομοκρατία, το διασυνοριακό έγκλημα, τη διακίνηση ναρκωτικών, τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, την οργανωμένη απάτη και την παράνομη διακίνηση ανθρώπων.
Η κ. De Bolle ανέλαβε τον περασμένο Μάρτιο τα καθήκοντά της. Προηγουμένως ήταν Επίτροπος της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας του Βελγίου. Ανέφερε ότι μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων της περιοδεύει την Ευρώπη και πραγματοποιεί συναντήσεις με την ηγεσία της Αστυνομίας, ενόψει και του ετήσιου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου των Αρχηγών Αστυνομίας, που θα φιλοξενήσει η Europol αργότερα αυτό το χρόνο.
«Θεωρώ σημαντικό η Europol να παρέχει στήριξη στον τομέα της επιβολής του νόμου, ανταποκρινόμενη στις επιχειρησιακές ανάγκες και τις ανησυχίες των κρατών μελών. Η Europol πέτυχε πολύ σημαντικά επιχειρησιακά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια, και αυτό κατέστη δυνατό μόνο μέσω της συνεργασίας με τα κράτη μέλη. Έχοντας αυτό κατά νου, άκουσα προσεκτικά τις απόψεις του Αρχηγού της Αστυνομίας για το έργο της Europol. Η Κύπρος είναι ένας πολύτιμος και αξιόπιστος εταίρος για την Υπηρεσία μας», είπε η κ. De Bolle, στη συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ.
Σε ερώτηση για το θέμα της τρομοκρατίας και τη συνεργασία των κρατών μελών μέσω κοινών επιχειρήσεων και εκστρατειών ή μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, η επικεφαλής της Europol επεσήμανε το γεγονός ότι η Κύπρος έχει χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ και ότι η τρομοκρατία δεν αποτελεί μια από τις βασικότερες ανησυχίες των αρχών.
Αναφέρθηκε, επίσης, στη μεταναστευτική κρίση, λέγοντας ότι η Κύπρος, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, έχει επηρεαστεί «και η εμπορία ανθρώπων αποτελεί ίσως ένα από τα βασικότερα εγκλήματα στο νησί».
Η Διευθύντρια της Europol αναφέρθηκε στη συνέχεια πιο συγκεκριμένα στο θέμα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και το πώς οι κυπριακές αρχές αντιμετωπίζουν τις συνεχώς αυξανόμενες προκλήσεις, λέγοντας ότι η Κύπρος είναι πρωτοπόρα στην αντιμετώπιση των απειλών και δίνοντας τα εύσημα στις αστυνομικές αρχές, ειδικότερα για την τεχνογνωσία που έχουν αναπτύξει.
Ζητήσαμε από την κ. De Bolle να μας πει κατά πόσο θεωρεί ότι η Αστυνομία έχει επενδύσει αρκετά στον τομέα της ανάπτυξης των ικανοτήτων και δυνατοτήτων της για καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος, με δεδομένο το γεγονός ότι επικρατεί αυξητική τάση στο έγκλημα αυτό διεθνώς.
Θέσαμε, επίσης, υπόψη της τις συζητήσεις που γίνονται και τις επικρίσεις που διατυπώνονται από αρκετούς ότι γενικώς ανά το παγκόσμιο επενδύονται πολύ λίγα σε σύγκριση με το μέγεθος του εγκλήματος του κυβερνοχώρου.
Αφού επεσήμανε ότι η Υπηρεσία της δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το τι επενδύει το κάθε κράτος μέλος στον τομέα αυτό, η επικεφαλής της Europol ανέφερε στο ΚΥΠΕ ότι στις συζητήσεις της με τον Αρχηγό της Αστυνομίας και τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι «η Κύπρος λαμβάνει πολύ σοβαρά την απειλή που ονομάζεται έγκλημα στον κυβερνοχώρο».
«Συζητήσαμε για το πώς θα μπορούσε καλύτερα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Κυβερνοεγκλήματος (EC3) να παράσχει υποστήριξη στην κυπριακή Αστυνομία και πώς μπορούμε εμείς με τη σειρά μας να εκμεταλλευτούμε την τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει η Κύπρος στον τομέα αυτό», ανέφερε.
Η κ. De Bolle επεσήμανε ότι η απόκτηση ικανοτήτων αποτελεί την κύρια συνιστώσα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και πρόσθεσε ότι ενώ ο κύριος στόχος της Europol είναι η παροχή επιχειρησιακής υποστήριξης, η υπηρεσία αναγνωρίζει την ανάγκη στήριξης των προσπαθειών απόκτησης τέτοιων δυνατοτήτων από τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου.
«Να πω, όμως, ότι σε αυτό το πλαίσιο, το Κέντρο Κυβερνοεγκλήματος της Europol διοργανώνει τρία σημαντικά εκπαιδευτικά σεμινάρια για τους τρεις τομείς των αρμοδιοτήτων της (Combating the Online Sexual Exploitation of Children, Payment Card Fraud Forensics, and Open Source Forensic IT). Περαιτέρω το Κέντρο αυτό είναι σε συντονισμό με την CEPOL – Ευρωπαϊκή Ακαδημία Αστυνομίας (European Union Agency for Law Enforcement Training), το ΕCTEG (European Cybercrime Training and Education Group) αλλά και άλλους βασικούς παίκτες, για κοινές δράσεις και προγράμματα κατάρτισης στον τομέα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και έχει επίσης εκπαιδεύσει τις κυπριακές αστυνομικές αρχές σε θέματα όπως η ανάλυση δεδομένων κινητών τηλεφώνων και οι έρευνες για τα κρυπτονομίσματα, μεταξύ άλλω », ανέφερε.
Επεσήμανε πάντως ότι το κάθε κράτος μέλος πρέπει στο τέλος της ημέρας να προβαίνει στη δική του αξιολόγηση για το κατά πόσο η επένδυση που κάνει στην απόκτηση ικανοτήτων και δυνατοτήτων είναι επαρκής.
«Εμείς προτιμάμε να επικεντρωνόμαστε στο πώς μπορούμε να συνδράμουμε τη διοργάνωση αυτών των εκπαιδευτικών σεμιναρίων και στη διάχυση των γνώσεων και της τεχνογνωσίας μας με όλα τα κράτη μέλη», σημείωσε στη συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον τομέα του κυβερνοεγκλήματος και της κυβερνοασφάλειας, η Διευθύντρια της Europol ρωτήθηκε από το ΚΥΠΕ για το ρόλο της Υπηρεσίας της ή των εθνικών αρχών επιβολής του νόμου και το επίπεδο συνεργασίας που αυτές αναπτύσσουν ή θα έπρεπε να αναπτύσσουν με τα λεγόμενα Κέντρα Ανάλυσης και Ανταλλαγής Πληροφοριών για την Κυβερνοασφάλεια (Information Sharing and Analysis Center -ISACs).
Και αυτό με δεδομένο ότι ο ENISA, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών, που πολύ σύντομα θα αποτελεί τον Οργανισμό Κυβερνοασφάλειας της ΕΕ, δεν διαθέτει επιχειρησιακές δυνατότητες, αλλά απλώς έχει την εντολή πολιτικής και συντονισμού και συντονίζει έτσι σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα ISACs, των οποίων όμως ο ρόλος έχει καθοριστική σημασία για το κυβερνοέγκλημα και την κυβερνοασφάλεια.
Η επικεφαλής της Europol επεσήμανε αρχικά ότι η κυβερνοασφάλεια αποτελεί ένα πολύ ευρύτερο τομέα από το έγκλημα στο διαδίκτυο και ότι οι δύο έννοιες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες. Η κυβερνοσφάλεια, τόνισε, σχετίζεται περισσότερο με τη λεγόμενη κυβερνο-ανθεκτικότητα, την ασφάλεια των δικτύων και πληροφοριών, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, την άμυνα στον κυβερνοχώρο, την ευαισθητοποίηση και την πρόληψη, την κυβερνητική διπλωματία κ.λπ.
Εξήγησε ότι τα περιστατικά που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια μπορούν να υπάρξουν χωρίς εγκληματική συμμετοχή και ορισμένα από αυτά είναι αποτέλεσμα τεχνικών βλαβών, ανθρωπογενών λαθών ή φυσικών καταστροφών.
Όπως εξήγησε η κ. De Bolle στη συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ, ο ENISA παρέχει τεχνογνωσία στα κράτη μέλη όσον αφορά την ασφάλεια των πληροφοριών και του διαδικτύου, ενώ το Κέντρο EC3 της Europol είναι επιφορτισμένο με την υποστήριξη των αστυνομικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου στη μάχη για αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος και των ερευνών που διεξάγονται στους τομείς των αρμοδιοτήτων του.
«Υπό αυτή την έννοια οι δύο οργανισμοί διαδραματίζουν συμπληρωματικό ρόλο και συνεργάζονται ενεργά για την αποφυγή αλληλεπικαλύψεων και παράλληλα δημιουργούν συνέργειες όπου αυτό είναι δυνατό και εφικτό. Παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων είναι το ετήσιο εργαστήριο επιβολής του νόμου και κοινές εκστρατείες πρόληψης, μεταξύ άλλων», ανέφερε.
Σημείωσε πως η κοινή γραμμή στις δραστηριότητες και τις κοινές δράσεις και η αποφυγή συγκρούσεων, επιτυγχάνεται μέσω του Συμβουλίου Προγραμματισμού του EC3 στο οποίο παρακάθονται δύο φορές το χρόνο η Europol, ο ENISA, η Ομάδα αντιμετώπισης ηλεκτρονικών επιθέσεων (CERT-EU), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS) και η INTERPOL. Ανέφερε εξάλλου ότι η Europol, ο ENISA, ο CERT EU και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (EDA) πρόσφατα υπέγραψαν μνημόνιο συναντίληψης για θέματα συνεργασίας στους τομείς της κυβερνοσφάλειας και του εγκλήματος στο διαδίκτυο.
H κ. De Bolle έκανε ιδιαίτερη μνεία στο ρόλο των Κέντρων Ανάλυσης και Ανταλλαγής Πληροφοριών (ISACs) σε εθνικό ή τομεακό επίπεδο και ανέφερε ότι η δημιουργία τους ήταν αποτέλεσμα ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ωστόσο η σύσταση, ο ρόλος και η συνεργασία τους με άλλους οργανισμούς που ασχολούνται με θέματα κυβερνοασφάλειας σε επίπεδο κρατών μελών είναι αποκλειστική ευθύνη των ιδίων των Κ-Μ. Έφερε ως παράδειγμα τη σύσταση ενός τέτοιου Κέντρου ειδικά για θέματα οικονομίας, το οποίο συνεργάζεται σε θέματα στρατηγικής με την Europol.
Εξήγησε ότι με τη δημιουργία τέτοιων συνεργιών σε θέματα στρατηγικής το Κέντρο EC3 της Europol προχωρεί στην ανταλλαγή μη επιχειρησιακών δεδομένων σε θέματα απειλών και προκλήσεων.
Η επικεφαλής της Europol ρωτήθηκε και για τη συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Διερευνητική Ομάδα για την Europol, η οποία συστάθηκε πριν από ένα χρόνο και αποτελείται από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωκοινοβουλίου και στην οποία γίνεται παρακολούθηση των δράσεων της Αστυνομίας.
«Τα αποτελέσματα της συνεργασίας με την Ομάδα είναι πολύ θετικά για εμάς. Πραγματοποιήθηκαν ήδη δύο συναντήσεις , υιοθετήθηκαν οι εσωτερικοί κανονισμοί της ΕΕ, οι οποίοι παρέχουν στην Ομάδα όλα εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία για να φέρει εις πέρας το έργο της. Κατά την άποψή μου η Ομάδα αυτή παρέχει στην Europol μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να έχει επιρροή σε εθνικό επίπεδο και να ευαισθητοποιήσει, κάτι που έχει προστιθέμενη αξία για μας και το ρόλο μας», ανέφερε.
Στις επαφές της με την ηγεσία της Αστυνομίας και τον Υπουργό Δικαιοσύνης η κ. De Bolle συζήτησε επίσης το θέμα της εμπορίας προσώπων σε συσχετισμό με τη μεγάλη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση. Ανέφερε ότι η Υπηρεσία Λαθρεμπορίας Προσώπων της Europol που συστάθηκε το 2016 αποτέλεσε ένα βασικό εργαλείο στην ανταπόκριση της Υπηρεσίας της στη μεταναστευτική κρίση που ξέσπασε το 2015. Εξήγησε ότι οι αριθμοί των άτυπων μεταναστών που φτάνουν στην ΕΕ έχουν μειωθεί, ωστόσο «εκεί έξω υπάρχουν ακόμη πολλοί απερίσκεπτοι διακινητές».
«Το λαθρεμπόριο μεταναστών εξακολουθεί να αποτελεί μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση γιατί τα εγκληματικά συνδικάτα διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο εντοπισμού και τιμωρίας. Επιπλέον, το επιχειρηματικό μοντέλο των εγκληματιών που εμπλέκονται στο λαθρεμπόριο μεταναστών εξελίσσεται συνεχώς και ανταποκρίνεται στη δυναμική και στις ανάγκες των μεταναστευτικών ροών που επηρεάζουν την ΕΕ. Αυτοί οι παράγοντες υπογραμμίζουν την ανάγκη να συνεχιστεί η ανάπτυξη ολοκληρωμένων και συντονισμένων συνεργιών μεταξύ των επηρεαζόμενων ηπείρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση του λαθρεμπορίου μεταναστών», ανέφερε.
Σύμφωνα με την κ. De Bolle, απαιτείται μια συνεχώς προσαρμόσιμη, καινοτόμα και ευέλικτη υποστήριξη στα κράτη μέλη της ΕΕ για την καταπολέμηση αυτού του σοβαρού εγκλήματος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις και για την οποία η Europol διαθέτει πόρους και κατευθύνει τις προσπάθειές της.
(ΚΥΠΕ/ΚΧΡ/ΓΒΑ)