Έτοιμος να διαπραγματεύομαι μέχρι την τελευταία μέρα, διαμηνύει στον Ακιντζί ο Πρόεδρος Αναστασιάδης
Απογοητευμένος, σε προσωπικό επίπεδο, από τη στάση του Μουσταφά Ακιντζί να εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις, αναγνωρίζοντας συνάμα ότι δίχως αμφιβολία τον καθοδηγεί ο Ταγίπ Ερντογάν, παραδέχεται πως είναι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.
Σε συνέντευξή του στον ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, δηλώνει ωστόσο ότι δεν πιστεύει πως «περάσαμε στο στάδιο της μη λύσης» και πως «όπως έχω πει στον κ. Ακιντζί, είμαι έτοιμος να διαπραγματεύομαι μέχρι και την τελευταία μέρα προκειμένου να βρεθεί λύση στο Κυπριακό πρόβλημα».
Επανέλαβε αρκετές φορές κατά τη συνέντευξή του ο κ. Αναστασιάδης ότι θεωρεί το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου στην Τουρκία ως ανασταλτικό παράγοντα για όποια εξέλιξη, επί του παρόντος, στην επανέναρξη συνομιλιών, και στην ερώτηση τι είναι εκείνο που τον κάνει να πιστεύει ότι κάτι θα αλλάξει ουσιαστικά με το δημοψήφισμα «αφού έτσι κι αλλιώς διαχρονικά η Τουρκία δεν έχει μεταβάλει τη στάση τους στο Κυπριακό;», απάντησε ότι μια ενδεχόμενη νίκη του κ. Ερντογάν, με αυξημένες πλέον εξουσίες, πιθανόν να τον καθιστά «πιο αποφασιστικό», και εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε, ή Τουρκία έχει πάντα σημαντικά κίνητρα για να θέλει να επιδιώξει λύση του Κυπριακού.
Η εξομάλυνση των σχέσεών της με την Ελλάδα, με την ΕΕ, με το ΝΑΤΟ, και ίσως πιο σημαντικό απ’ όλα, το όραμά της να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου, είναι εκείνα τα στοιχεία που, κατά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα μπορούσαν να κάνουν τον ισχυροποιημένο, εφ’ ‘όσον κερδίσει το δημοψήφισμα, Ερντογάν, να βοηθήσει έμπρακτα στην επίλυση του Κυπριακού.
Η κατάσταση ως έχει σήμερα, με το πάγωμα τον διαπραγματεύσεων, περιγράφεται ως απογοητευτική από τον κ. Αναστασιάδη.
Αναφέρθηκε σε παρεμβάσεις της Τουρκίας στις συνομιλίες, και είπε πως αυτές σαφώς είχαν ως αποτέλεσμα «την παρέκκλιση της τουρκοκυπριακής πλευράς από πράγματα που είχαμε ήδη συμφωνήσει». Αυτό, επανέλαβε, προκαλεί αν μη τι άλλο «μία δυσάρεστη κατάσταση».
Μη κρύβοντας και την προσωπική απογοήτευσή του για τη στάση που τήρησε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, στάση που – όπως είπε – οδήγησε στη διακοπή των συνομιλιών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εμφανίζεται πεπεισμένος ότι η διακοπή του διαλόγου επήλθε «διότι δεν ήταν δυνατόν, μεσούσης της καμπάνιας του κ. Ερντογάν να επιτύχει το αποτέλεσμα που ποθεί στο δημοψήφισμα, να κάνει τις υποχωρήσεις που ίσως να ήθελε και να βρεθεί έτσι υπό κατηγορίαν από τους αντιπάλους του, ή και να διατρέξει τον κίνδυνο να διαταράξει το κλίμα με το κόμμα των εθνικιστών του κ. Μπαρτσελί».
Σε ερώτηση εάν ο Ακιντζί σήμερα είναι διαφορετικός από τον Ακιντζί με τον οποίο ξεκίνησαν τη διαπραγματευτική διαδικασία, και με τον οποίο φαινόταν ότι είχαν καλές, έως και φιλικές σχέσεις σε προσωπικό επίπεδο, ο κ. Ανατστασιάδης απάντησε:
«Όχι, δεν πιστεύω πως άλλαξε. Άλλαξαν όμως οι συνθήκες και ο έλεγχος που του ασκεί η Άγκυρα».
Και εδώ, συνέχισε, υπάρχει μια ανησυχία μας για το μέλλον στην προοπτική επανένωσης της Κύπρου, διότι «αφού έχει διαφοροποιηθεί ο Ακιντζί από εκείνον που ξεκινήσαμε μαζί και ακολουθήσαμε μια κοινή πορεία διαπραγματεύσεων επί τόσους μήνες, καταλαβαίνετε τι μπορεί να συμβεί μελλοντικά με άλλον Τουρκοκύπριο ηγέτη, ο οποίος δεν θα έχει ούτε την στοιχειώδη αντίσταση απέναντι στην κυβέρνηση της Άγκυρας».
Κατά τον κ. Αναστασιάδη, σαφώς «κάποιος τράβηξε το αυτό του κ. Ακιντζί για να σταματήσει τη διαπραγμάτευση», και δεν θεωρεί ότι σοβαρός λόγος για την διακοπή ήταν η απόφαση της κυπριακής Βουλής για το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, η οποία, είπε, «ήταν ένα σφάλμα οπωσδήποτε μέσα από μια λαϊκίστικη προσέγγιση ενός ακροδεξιού κόμματος», του ΕΛΑΜ, και «δεν υπήρχε λόγος να περάσει μια ανάλογη απόφαση». Και σημειώνοντας ότι παρά το γεγονός ότι «παρασύρθηκαν όσοι παρασύρθηκαν και το ψήφισαν», δεν μπορεί αυτό να αποτελεί επαρκή δικαιολογία για να φύγει από τη διαπραγμάτευση ο Ακινζτί, πόσο μάλλον, συμπλήρωσε, όταν το Εθνικό Συμβούλιο λίγες μέρες μετά, ομόφωνα δήλωσε ότι το ενωτικό ζήτημα είναι του παρελθόντος και δεν υφίσταται πλέον.
Και σε αυτήν την περίπτωση, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας πιστεύει ότι ο Ερντογάν «τράβηξε το αυτί του Ακιντζί για να σταματήσει τη διαπραγμάτευση».
Για την μέχρι τώρα πορεία των διαπραγματεύσεων, είπε πως υπήρξε σημαντική πρόοδος στα τέσσερα τουλάχιστον κεφάλαια, ακόμα και στο εδαφικό, «με την έννοια της κατάθεσης χάρτη για πρώτη φορά από τουρκοκυπριακής πλευράς».
Πρόσθεσε ότι «εάν ακολουθείτο η πορεία της προόδου που είχε παρατηρηθεί τους τελευταίους 18 μήνες, και δεν παρεμβάλλοντο από την Τουρκία αξιώσεις οι οποίες δεν είναι προς όφελος των Κυπρίων, -είτε Ελληνοκυπρίων είτε Τουρκοκυπρίων ιδιαίτερα-, αλλά υπηρετούν τα συμφέροντα της Άγκυρας, πιστεύω ότι δεν υπήρχε σημαντική απόκλιση ή -αν θέλετε- δημιουργείτο η βάσιμη ελπίδα για να καταλήξουμε».
Για την εναλλασσόμενη Προεδρία, σημείωσε ότι «δεν έχει συμφωνηθεί, γι’ αυτό και εξάλλου επιμένει ο κ. Ακιντζί να το εγείρει ακόμη και τώρα με τις διαφορές, είναι κάτι το οποίο θα συζητιόταν στην πορεία, στα κεφαλαιώδη ζητήματα και συνεπώς δεν έγινε ποτέ ουσιαστική συζήτηση, είχε αποκλειστεί, θεωρήθηκε εκ των θεμάτων που θα πρέπει να μείνουν στο τέλος».
Επανέλαβε δε ότι η θέση της ε/κ πλευράς παραμένει ότι «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μία ανάλογη αξίωση, χωρίς να ληφθούν τέτοια μέτρα που να διασφαλίζουν λειτουργικότητα του Κράτους και αν μη τι άλλο ένα στοιχειώδες αίσθημα ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος, η εναλλαγή στην Προεδρία να προκαλέσει προβλήματα ή να εντείνει ανησυχίες που ευλόγως διατηρούν οι Ελληνοκύπριοι».
Στην ερώτηση για το εάν απαίτησε την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης απάντησε ότι πρακτικώς το άμεσο είναι αδύνατο, αλλά εκείνο, λέει, που έθετε η ε/κ πλευρά ήταν την πρώτη μέρα εφαρμογής της λύσης να φύγει ένα σημαντικό ποσοστό των στρατευμάτων και οι υπόλοιποι σταδιακά με τακτό χρονικό διάστημα πάντα, σε σύντομο χρόνο, «έτσι ώστε να τερματιστεί κάποια στιγμή οριστικά αυτό το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυήσεων και των θεματικών δικαιωμάτων της παρουσίας κατοχικού στρατού».
Καταλαβαίνετε, πρόσθεσε, ότι και αδύνατο θα ήταν και θα κρινόταν από πολλούς ως μη λογικό, αλλά επαναλαμβάνω η πρόταση ήταν από την πρώτη μέρα να φύγει το 75% τουλάχιστον ή περίπου τόσο και το υπόλοιπο εντός τακτής προθεσμίας με μία ροή αποχώρησης έτσι ώστε να φτάσουμε στην μέρα που θα απαλλασσόμασταν από την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων».
Σε άλλη ερώτηση, ο κ. Ανατσασιάδης διέψευσε ότι υπήρχε ή υπάρχει ακόμα οποιαδήποτε διάσταση με την Αθήνα σε κάποια πτυχή της διαπραγμάτευσης.
«Ουδέποτε υπήρξε η οποιαδήποτε διαφορά, είτε στο Μον Πελεράν, είτε αργότερα στη Γενεύη. Αντίθετα, είμαστε σε πλήρη συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, -όταν λέω ελληνική κυβέρνηση δεν εννοώ μόνο τον πρωθυπουργό, εννοώ και τον κ. Κοτζιά. Μπορεί οι αντιδράσεις του κ. Κοτζιά κάποια στιγμή να αναδύουν ή να δείχνουν την εικόνα ενός ανθρώπου που τάχα τοποθετείται διαφορετικά, το αντίθετο. Υπήρξε πάντα αγαστή συνεργασία, στενότατη συνεργασία με κοινή αντίληψη πώς θα αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που έχουμε μπροστά μας, με πραγματισμό, αλλά και αποφασιστικότητα», είπε.
Στο σημείο αυτό ο ΠτΔ, είπε ότι εάν κάτι τον ανησυχεί στη συγκεκριμένη πολιτική και χρονική συγκυρία, εν όψει ιδίως του τουρκικού δημοψηφίσματος, είναι η εκδήλωση τυχόν θερμού επεισοδίου εκ μέρους της Άγκυρας. Και τούτο διότι, κατά την εκτίμησή του, η προσπάθεια της Τουρκίας είναι να συσπειρωθεί ή να δημιουργηθεί ένα κλίμα φανατισμού μέσα στην τουρκική κοινωνία, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους που επιδίωκε ο κ. Ερντογάν.
Αυτό, τονίζει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι πολύ επικίνδυνο και για την ίδια την Τουρκία, η οποία οικονομικά παρουσιάζει μια κάμψη, προβλήματα σημαντικά. Η τρομοκρατία, συμπληρώνει, δημιουργεί ακόμα περισσότερα προβλήματα, -και γενικότερα, μετά το δημοψήφισμα υπάρχει μια αποσταθεροποίηση.
«Δηλαδή, ναι μεν φαίνεται ισχυρός ο Ερντογάν, ελέγχει την κατάσταση, αλλά κανένας δεν μπορεί να προβλέψει, τι μπορεί να συμβεί γιατί από την αντίδραση στο εσωτερικό, είτε στο στράτευμα είτε οπουδήποτε αλλού. Αλλά ας απευχόμαστε τις επικίνδυνες εξελίξεις και ας αποφύγουμε τις εκτιμήσεις», δήλωσε.
Σε περίπτωση που υπάρξει επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, και ικανοποιητική, και για τις δύο πλευρές, κατάληξη με προσφυγή στα ξεχωριστά δημοψηφίσματα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν αποκλείει ένα νέο «όχι» από την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά δεν το εύχεται, λέει, και δεν το πιστεύει.
Αρνητική ψήφος των Κυπρίων πολιτών θα υπήρχε, είπε, «εάν ιδιαίτερα επικρατούσε ο λαϊκισμός ή αν αναδεικνύονταν κάποια στοιχεία τα οποία θα κρίνονταν ως αρνητικά ή θα μεγιστοποιείτο ο κίνδυνος από κάποιον συμβιβασμό που μπορεί να επιτύχεις».
Επισήμανε, ότι και σε διεθνές επίπεδο, η τάση σήμερα είναι να επικρατούν τα «όχι» από τα «ναι» στα δημοψηφίσματα. Παρόλα αυτά, στην περίπτωση της Κύπρου, πιστεύει ότι ο κυπριακός λαός είναι ώριμος και, «εάν εδίδετο μία λύση που θα καθησύχαζε τις ανησυχίες του, είμαι βέβαιος ότι μέσα από σωστή διαφώτιση, μέσα από έναν ελεύθερο διάλογο, χωρίς να υπάρχουν στιγματισμοί και διχασμός, μακριά από φανατισμό πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να το επιτύχουμε».
Τέλος, σχετικά με το ενδεχόμενο να είναι υποψήφιος στις επόμενες προεδρικές εκλογές στις αρχές του 2018, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως αυτό δεν τον απασχολεί τώρα, καθώς «οι προτεραιότητές μου είναι άλλες».
Στον περίπου έναν χρόνο που απομένει ως τη λήξη της θητείας του, λέει ότι πρέπει να εντατικοποιήσει τις προσπάθειές του στο Κυπριακό «με την ελπίδα να επιτύχουμε λύση στο πρόβλημα, και το τελευταίο που με απασχολεί είναι οι εκλογές».
(ΚΥΠΕ/ΧΜ/ΜΜ)