Νέα ευρήματα από τις ανασκαφές στη θέση Ερήμη-Λαόνιν του Πόρακου

Νέα ευρήματα από τις ανασκαφές στη θέση Ερήμη-Λαόνιν του Πόρακου

Νέα ευρήματα έφερε στο φως η ανασκαφικής έρευνα αποστολής από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, η οποία πραγματοποιήθηκε φέτος το καλοκαίρι, στη θέση Ερήμη-Λαόνιν του Πόρακου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση την οποία μεταδίδει το ΓΤΠ, οι φετινές έρευνες διήρκεσαν από τις 30 Ιουλίου μέχρι τις 23 Αυγούστου 2018, κάτω από τη διεύθυνση του καθηγητή Luca Bombardieri.

Η αρχαιολογική θέση Ερήμη-Λαόνιν του Πόρακου βρίσκεται σε ένα ψηλό πλάτωμα στην ανατολική όχθη του ποταμού Κούρη και καλύπτει έκταση δύο εκταρίων.

«Οι έρευνες στην περιοχή του εργαστηρίου, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, έδειξαν ότι οι εγκαταστάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη βαφή υφασμάτων, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της προϊστορικής αυτής κοινότητας στην Ερήμη», αναφέρεται.

Φέτος, σημειώνεται, οι έρευνες επεκτάθηκαν προς τη δυτική πτέρυγα του συμπλέγματος και αποκάλυψαν δύο κτίρια ορθογώνιας κάτοψης.

Το πρώτο κτίριο, μεγέθους 2,50×3,00 μ., λειτουργούσε ως στεγασμένος βοηθητικός χώρος και συνδέεται άμεσα με το δεύτερο.

«Στο εσωτερικό του κτιρίου ανασκάφηκε μεγάλη σωρός από λαξευμένες και επιχρισμένες πέτρες, υποδηλώνοντας ότι προτού εγκαταλειφθεί είχε σφραγιστεί», αναφέρεται.

Το δεύτερο κτίριο, διαστάσεων 9,30×6,00 μ., «ήταν επίσης στεγασμένος χώρος η χρήση του οποίου παραμένει αινιγματική».

Στο κέντρο του χώρου βρέθηκε μεγάλων διαστάσεων επιχρισμένος μονόλιθος, μήκους 2,30 μ., ο οποίος προφανώς είχε καταρρεύσει.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ο μονόλιθος, σε σχήμα πλάκας, κοσμείται στη μια του όψη με λαξευμένα μοτίβα και αρχικά θα έστεκε στο βόρειο τμήμα του χώρου. Απέναντι στο μονόλιθο βρέθηκε ένας μεγάλος αμφορέας της Ερυθροστιλβωτής κεραμικής και μια κυκλική εστία κατασκευασμένη από ασβεστόλιθους.

Ανασκάφηκε επίσης σειρά από έντεκα ρηχές λεκάνες κατά μήκος και στο κέντρο του χώρου.

Εκτιμάται ότι «οι ιδιαιτερότητες του χώρου αυτού υποδηλώνουν ότι ίσως είχε τελετουργικό χαρακτήρα».

Οι μελλοντικές έρευνες θα ρίξουν περισσότερο φως στο θέμα αυτό και θα μπορέσουν να εξακριβώσουν εάν όντως το κτίριο αυτό λειτουργούσε ως μικρός βωμός που ίσως να συνδεόταν με τις βιοτεχνικές δραστηριότητες που διεξάγονταν εκεί.

Παράλληλα, οι ανασκαφές στην οικιστική περιοχή, που βρίσκεται στη μεγάλη χαμηλή αναβαθμίδα του οικισμού, αποκάλυψαν ένα μεγάλων διαστάσεων οικιστικό συγκρότημα.

«Η πρόσβαση στον χώρο αυτό ορίζεται από ένα μεγάλο λίθινο κατώφλι και σκαλοπάτια που το συνδέουν με το διπλανό Τμήμα 1 που ανασκάφηκε το 2017, αλλά και με έναν στενό δρόμο με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ που οδηγεί στην κορυφή του λόφου», αναφέρεται.

Προστίθεται ότι οι ανασκαφές στο μεγάλο τείχος που περιβάλλει τον οικισμό (Περιοχή T1) επιβεβαίωσαν τη σημασία του μεγάλου αυτού οικοδομήματος, το οποίο φαίνεται ότι ορίζει τον οικισμό στα δυτικά και νότια, ακολουθώντας το φυσικό όριο της αναβαθμίδας. Το τείχος διατηρείται στα 80 μ. σε μήκος και 1,60-1,70 μ. πλάτος.

Η θεμελίωσή του αποτελείται από ένα λάξευμα στον φυσικό βράχο, 0,60-0,70 μ. βάθος, το οποίο γεμίστηκε με ακατέργαστο και λαξευμένο οικοδομικό υλικό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση η θεμελίωση αυτή θα μπορούσε να στηρίξει ξηρολιθοδομή ύψους μέχρι και 2,00 μ.

«Το εντυπωσιακό αυτό τείχος θα περιέβαλλε τον οικισμό και χρονολογείται στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού», προστίθεται.
Αναφέρεται ακόμη ότι «φέτος ανασκάφηκαν δύο τάφοι και τρία ορθογώνια ταφικά λαξεύματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την ταφική αρχιτεκτονική και τα έθιμα ταφής κατά την περίοδο αυτή».

Ο Τάφος 466 είναι ένας μεγάλος λακκοειδής τάφος, διαστάσεων 1,80×1,95 μ., ενώ ο Τάφος 467, διαστάσεων 1,85×2,50 μ., ανήκει σε ένα λιγότερο συνηθισμένο τύπο τάφου, τον λεγόμενο λακκοειδή-θαλαμωτό ο οποίος συναντάται και αλλού στην περιοχή της Ερήμης.

Στο δάπεδο του Τάφου 467 βρέθηκε πλούσιο σύνολο από αγγεία της Ερυθροστιλβωτής και Τεφροκίτρινης στιλβωτής κεραμικής, εισηγμένα και εγχώρια. Βρέθηκε επίσης μια ασυνήθιστη πέτρα σχήματος οβάλ, 0,55 μ., κοσμημένη με ερυθρό χρώμα.

Η ερευνητική ομάδα του 2018 απαρτιζόταν από αρχαιολόγους του Πανεπιστημίου του Τορίνο, έναν ανθρωπολόγο από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, μια αρχαιοβοτανολόγο από το Ινστιτούτο Κύπρου και τρεις συντηρητές από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, καταλήγει η ανακοίνωση.

(ΚΥΠΕ/ΗΦ/ΓΒΑ)